Τρεις Ιεράρχες ονομάζονται τρεις άγιοι και Θεολόγοι της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο μέγας και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Αναδείχθηκαν Πατέρες της Εκκλησίας και Άγιοι.
Η καθιέρωση της Εκκλησιαστικής Εορτής των Τριών Ιεραρχών
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ή του Αλέξιου Α΄Κομνηνού από τον Μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα της Ακολουθίας για τους Τρεις Αγίους της Εκκλησίας. Μέσα στην Ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της Τριανδρίας με τον Τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας, ήταν Έλληνας, Αντιοχέας ρήτορας, συγγραφέας, Πατέρας και ιεράρχης της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναγνωρισμένος ως Άγιος. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας μεταξύ 344 και 354. Έδρασε στην ίδια πόλη, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και τελικά πέθανε εκδιωγμένος από την αυτοκρατορική αυλή το 407, λόγω του αυστηρού ελέγχου που της ασκούσε. Ο ίδιος συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ένεκα του αξεπέραστου χαρίσματός του στην ομιλία. Διετέλεσε επίσης επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, όπου διακρίθηκε για το σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο που διενήργησε. Τελικά αναδείχτηκε ως ένας από τους πλέον λαοφιλείς ιεράρχες, εξ ου και σήμερα θεωρείται άγιος από την Καθολική Εκκλησία, τα Λουθηρανικά και Αγγλικανικά δόγματα, ενώ κατατάσσεται στους μεγάλους πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφήνοντας πίσω σπουδαίο, ανεκτίμητο και διαχρονικό συγγραφικό έργο, που αγκαλιάζει όλο το φάσμα των ποιμαντικών και θεολογικών ζητημάτων της εκκλησίας.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια μεταξύ 344 και 354, με πιθανότερη ημερομηνία κοντά στο 349. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Η μητέρα του μάλιστα χήρεψε μόλις στα 20 της χρόνια, όταν ο Ιωάννης ήταν μόλις λίγων μηνών, ήταν δε γυναίκα που ξεχώριζε για τον ζήλο που επεδείκνυε για την ανατροφή του Ιωάννη, ώστε πολλοί αξιοσέβαστοι άνδρες της εποχής, όπως ο Λιβάνιος, εξήραν το ήθος της.
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχθηκε από την ίδια. Εν συνεχεία σπούδασε στη σχολή του Λιβάνιου, δάσκαλου και πολυγραφότατου συγγραφέα, στην Αντιόχεια ρητορική και του Ανδραγαθίου φιλοσοφία. Από την εποχή αυτή μάλιστα διαφάνηκε το ταλέντο της ρητορικής του ικανότητος σε σημείο ο δάσκαλός του Λιβάνιος, να θελήσει να τον κάνει συνεχιστή του έργου του στη σχολή. Η χριστιανική του ανατροφή όμως εμπόδιζε τα σχέδιά του. Επίσης ακολούθησε θεολογικές σπουδές δίπλα στον Καρτέριο και τον Διόδωρο Ταρσού, στο λεγόμενο Ασκητήριο, τη μεγάλη θεολογική σχολή της Αντιόχειας, ενώ σπούδασε και ως συνήγορος, ασκώντας το επάγγελμα για λίγους μήνες. Εν τέλει εγκατέλειψε τη δικηγορία και βαπτίστηκε Χριστιανός και σύντομα, όταν έφυγε από τη ζωή η μητέρα του (372 μ.Χ.), αποφάσισε να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή ακολουθώντας τον μοναχισμό.
Οι διωγμοί του Χρυσοστόμου
Μπορεί να κατέκτησε τις καρδιές του λαού, σύντομα όμως προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους εκείνων που θίγονταν από το ελεγκτικό του κήρυγμα. Έτσι δημιουργήθηκε ένα έντονο και ασφυκτικό αντι-Χρυσοστομικό κλίμα. Ιδιαίτερα δε, εξόργισε το περιβάλλον της Αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Το αποκορύφωμα που άναψει τη θρυαλλίδα της συσσωρευμένης αντιπάθειας σε βάρος του, τόσο εκ μέρους των αρχόντων και πολιτικών, όσο και των εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ήταν ο έλεγχος στην Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία παρανόμως οικειοποιήθηκε το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Επιπρόσθετα, διάφορες τάξεις οι οποίες θίγονταν από το κήρυγμά του, έψαχναν διαρκώς αφορμές για να συκοφαντήσουν τον επίσκοπο, αλλά και να διατυμπανίζουν στην Αυλή αυτή την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επίθεση που δέχτηκε από τη νομενκλατούρα της Πόλεως εξαιτίας της ανέγερσης ενός λεπροκομείου μεσα στα κτήματά τους. Επίσης πολλοί ήσαν εκείνοι που αποσκοπούσαν στον θρόνο του. Πρωτεργάτες της δυσαρέσκειας υπήρξαν ο Ευτρόπιος και ο Γάιος που ήταν αρχηγός των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ από εκκλησιαστικής πλευράς, ο Σεβηριανός Γαβάλων, ο Ακάκιος Βεροίας και ο Αντίοχος Πτολεμαΐδας. Ο κορυφαίος όμως διώκτης του Αγίου ο οποίος συνύφανε τις σαθρές κατηγορίες σε βάρος του και συνάσπισε τους αντιχρυσοστομιστές για να τον αποπέμψουν, ήταν ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας. Αυτός ήταν που κατάφερε να πείσει την Αυτοκράτειρα, ότι ο Ιωάννης όταν στις ομιλίες του αναφερόταν στην Ιεζάβελ, υπονοούσε αυτή, κάτι που συνεπάγετο ενοχή για εσχάτη προδοσία. Στόχος του Θεόφιλου ήταν όχι μόνο η απομάκρυνσή του, αλλά και η εξόντωσή του. Τελικά συνήλθε σύνοδος-παρωδία, στην οποία παρευρέθησαν οι μισοί Επίσκοποι, και απεφασισε την εξορία του. Ο ίδιος μάλιστα δεν παρέστη, ενώ ανάμεσα στους κατηγόρους ήσαν και κληρικοί που είχαν αποπεμφθεί λόγω σιμωνίας. Προεξάρχων ήταν ο Θεόφιλος (κατηγορούμενος σε άλλη περίπτωση για αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά, για την οποία ποτέ δεν δικάστηκε).
Σύντομα, όμως, ο Ιωάννης επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο λόγω του φόβου που προκάλεσε στην αυλή η αντίδραση του λαού, ενός μεγάλου κακού στο οικογενειακό περιβάλλον της Ευδοξίας, και συνάμα ενός σεισμού που συνέβη ενώ ο Ιωάννης ταξίδευε για την εξορία, που εξελήφθη ως θεϊκό σημείο. Μετά από λίγο ήρθε και η ώρα της δεύτερης και μόνιμης εξορίας του Αγίου. Αυτό συνέβη διότι ο Ιωάννης και πάλι δεν έπαψε το φλογερό κήρυγμα του. Υπήρξε ασυμβίβαστος προς την ανηθικότητα, την ειδωλολατρεία, τον κοσμικό έκλυτο βίο. Αποκορύφωμα υπήρξε η νέα δριμεία κριτική που άσκησε ο Χρυσόστομος στην Ευδοξία για ένα άγαλμά της, που ανήγειρε στον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας όπου τελούνταν και διάφορες Διονυσιακού τύπου εκδηλώσεις. Αυτή τη φορά, πάλι σύμφωνα με τους αντιπάλους του, εκφώνησε λόγους όπου αποκαλούσε την Ευδοξία Ηρωδιάδα, κάτι που τον έθεσε άμεσα στο στόχαστρο της αυτοκράτειρας, η οποία, με τη βοήθεια της συνόδου, τον εξόρισε οριστικά. Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει παρά τη θέληση του Αρκαδίου. Μάλιστα τις παραμονές της οριστικής του εξορίας, αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν δύο φορές. Όμως ούτε και τότε τελείωσε ο διωγμός του. Αυτό φάνηκε από τα γεγονότα του Πάσχα του 404, όταν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά από ψευδή καταγγελία του Θεοφίλου στον Αρκάδιο, οι στρατιώτες (εκτελούσαν χρέη αστυνομικών) του αυτοκράτορα επιτέθηκαν την ώρα της Λειτουργίας στο συναχθέν πλήθος, με την αιτιολογία ότι ήταν σύναξη οπαδών του Χρυσοστόμου. Ακολούθησαν βαρβαρότητες εκείνη τη νύχτα καθώς και την επόμενη ημέρα από τον στρατό και τους υπερασπιστές του Ιωάννη, που αποκλήθηκαν «Ιωαννίται».
Η εξορία και το τέλος της ζωής του
Ο Χρυσόστομος το μόνο που πάντα ζητούσε ήταν να ακροασθεί από Οικουμενική σύνοδο. Αυτό όμως προσέκρουε στα συμφέροντα των αντιπάλων του, οι οποίοι γνώριζαν την αντικανονικότητα της Εν Δρύ συνόδου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται το αίτημά του. Το βαρύ αυτό κλίμα τον υποχρέωσε σε εγκλεισμό στο επισκοπείο του επί δύο μήνες. Όμως αυτό δεν αρκούσε στους αντιπάλους του, ήθελαν πάση θυσία τον διωγμό του. Έτσι ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής τον Ακάκιο, άσκησαν έντονη πίεση στον Αρκάδιο και τον έθεσαν προ των ευθυνών του σε περίπτωση ταραχών. Εν τέλει εκδίδεται διάταγμα εξορίας του Ιωάννη, περί τις 20 Ιουνίου. Το κλίμα ήταν βαρύ. Οι υποστηρικτές του ήταν έτοιμοι να τον υπερασπιστούν, ενώ στρατιώτες είχαν εντολές να τον συλλάβουν και αν υπάρξουν αντιδράσεις, να κατασταλούν άμεσα. Τελικά παραδίδεται αφού εμφανίζεται στους υποστηρικτές του επισκόπους, ώστε με ειρηνικό τρόπο να τους αποχαιρετίσει και να εξέλθει κρυφά, ώστε να μην προκληθούν νέες αιματοχυσίες. Η διαθήκη του ήταν να διατηρήσουν ενωμένη την εκκλησία ώστε να μην προκληθεί σχίσμα.
Ο εξόριστος επίσκοπος φτάνει στη Νίκαια της Βιθυνίας και εν συνεχεία οδηγήθηκε στο χωριό Κουκουσός, στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας. Από εκεί συνεχίζει το ποιμαντικό του έργο. Γράφει πλήθος επιστολών, συμβουλεύει, κατευθύνει, ενισχύει, παρηγορεί και τονώνει πολλούς Χριστιανούς. Όπως μαθαίνουμε από το πλήθος επιστολών του, είναι ένα ταξίδι θριάμβου, πόνου, απογοητεύσεων και διωγμών. Όπου εμφανίζεται, πλήθος λαού και κλήρου τον υποδέχεται με θέρμη. Αντιθέτως σε πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς δέχεται επιθέσεις από φιλο-Θεοκλητικούς και αντι-Χρυσοστομικούς επισκόπους. Κάθε μέρα περπατεί πολλά χιλιόμετρα περνώντας πλήθος κακουχιών. Οι συνοδοί του είχαν εντολή πως αν πέθαινε θα έπαιρναν και πρόσθετο μισθό γι’ αυτό του φέρονταν πολλές φορές βάναυσα. Στην Κουκουσό φθάνει μετά από ταξίδι επτά μηνών, σχεδόν ημιθανής.
Αφού συνήλθε, το μέρος της εξορίας του γίνεται πόλος έλξης πολλών πιστών. Αυτό το γεγονός όμως εξοργίζει περισσότερο το περιβάλλον του Αυτοκράτορα (η Ευδοξία είχε πεθάνει), το οποίο έβλεπε να αναπτύσσεται ένα ευρύτατο ενδιαφέρον υπέρ του εξόριστου επισκόπου. Ο Αρκάδιος αποφασίζει τη περαιτέρω απομάκρυνσή του στην Πιτυούντα, παρά τις προσπάθειες του Πάπα Ιννοκέντιου να επιστρέψει ώστε να ακουστεί από σύνοδο. Οδοιπορεί για τρείς μήνες προς τον τόπο της εξορίας του, υπό αυστηρή επιτήρηση, αλλά τελικά ποτέ δεν θα φθάσει γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος. Κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες, την έντονη ασκητική ζωή, και βαριά άρρωστος, πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 καθ᾽ οδόν προς το τόπο της εξορίας, τα Κόμανα της σημερινής Τουρκίας.
Παρέμεινε όμως ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά το πέρας της ζωής του. Έτσι όταν το 434 Πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρακάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 438 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε με λαμπρή και συγκινητική πομπή στη βασιλεύουσα και τοποθετήθηκε στο Άγιο Βήμα του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ ο λαός έμπλεος χαράς αναβοούσε: «Απόλαβε του θρόνου σου Άγιε».
Μέγας Βασίλειος
Ο Μέγας Βασίλειος, γνωστός και ως Βασίλειος Καισαρείας ή απλώς Άγιος Βασίλειος, ήταν Έλληνας Καππαδόκης, επίσκοπος της Καισάρειας στην Καππαδοκία της χερσονήσου της Μικράς Ασίας, και Εκκλησιαστικός Πατέρας. Υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού. Είναι ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Τιμάται ως Άγιος από τις Χριστιανικές Εκκλησίες και η μνήμη του γιορτάζεται την 1η Ιανουαρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 2 Ιανουαρίου από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Αγγλικανική Εκκλησία.
Πρεσβύτερος και επίσκοπος
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου, γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση όμως του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά τον θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας.
Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτόν τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς, καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού εξάρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται τον δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλλει στη συνέχιση του αγώνα του.
Το φιλανθρωπικό έργο και η «Βασιλειάδα»
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή «Βασιλειάδας». Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ανθρώπων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.
Το ενδιαφέρον του Βασιλείου για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού καταδεικνύεται από επιστολές του (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107-109), με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου της Μικράς Ασίας, ορφανών, αδικημένων, ασθενών και απόρων και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών — τρόφιμα, ρούχα, χρήματα — και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες, άπορους κ.λπ
Κοίμηση
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας, καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό-δογματικό του έργο, μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος
Ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος, γνωστός και ως Γρηγόριος της Ναζιανζού, ήταν Έλληνας Καππαδόκης θεολόγος που διατέλεσε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τον 4ο αιώνα μ.Χ. Θεωρείται ευρέως ως ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας. Ως κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού, κατάφερε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με την πρώτη Εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο Γρηγόριος είχε σημαντικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της Τριαδικής Θεολογίας τόσο μεταξύ των Ελληνόφωνων όσο και με των Λατινόφωνων Θεολόγων και έγινε γνωστός ως «Τριαδικός Θεολόγος». Τα περισσότερα από τα έργα του επηρεάζουν τους σύγχρονους Θεολόγους, ειδικά όσον αφορά τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Επίσης ήταν αδελφικός φίλος του Μεγάλου Βασιλείου.
Ο Γρηγόριος είναι Άγιος της Ανατολικής και της Δυτικής Χριστιανικής Εκκλησίας. Θεωρείται Διδάσκαλος και Πατέρας της Εκκλησίας και είναι γνωστός ως ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, μαζί με τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Επίσκοπος στα Σάσιμα και στη Ναζιανζό
Ο Άγιος Γρηγόριος χειροτονήθηκε Επίσκοπος στα Σάσιμα, το 372, από τον Βασίλειο. Αυτή η έδρα δημιουργήθηκε από τον Βασίλειο με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του στη διαμάχη του με τον Άνθιμο των Τυάνων. Οι φιλοδοξίες του πατέρα του να τον δει στην ιεραρχία της Εκκλησίας και η επιμονή του Βασιλείου έπεισαν τον Γρηγόριο να δεχθεί τη θέση του Επισκόπου. Περιγράφοντας τη νέα επισκοπή του, ο Γρηγόριος δήλωσε: «Ήταν τελείως τρομακτική, άνευ υδάτων, βλάστησης και χωρίς φίλους… αυτή ήταν η δική μου Εκκλησία των Σασίμων!» Προσπάθησε να διαχειριστεί τη νέα Επισκοπή του, κάνοντας παράπονα στον Βασίλειο, καθώς ο Γρηγόριος προτιμούσε να ζήσει στοχαστική ζωή.
Στα τέλη του 372, ο Γρηγόριος επέστρεψε στη Ναζιανζό για να βοηθήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του στη διαχείριση της επισκοπής του. Αυτό είχε ως ως αποτέλεσμα εντάσεις στην σχέση του με τον Βασίλειο, ο οποίος ήθελε τον Γρηγόριο στα Σάσιμα. Ο Γρηγόριος δήλωσε ότι δεν τον ενδιέφερε ο ρόλος του υποχείριου του Βασιλείου. Έστρεψε την προσοχή του στα καθήκοντα του ως βοηθός του Επισκόπου της Ναζιανζού.
Το 374, μετά τον θάνατο των γονέων του, ο Γρηγόριος συνέχισε να διοικεί την επισκοπή της Ναζιανζού αλλά αρνήθηκε να λάβει τον τίτλο του Επισκόπου. Αφού έδωσε την περιουσία του στους φτωχούς, ο Γρηγόριος ζούσε λιτά. Από τα τέλη του 375 και για τρία χρόνια ο Γρηγόριος ζούσε στο μοναστήρι της Σελεύκειας. Κατά το τέλος του 379, ο Βασίλειος πεθαίνει. Παρά το γεγονός ότι η υγεία του δεν του επέτρεψε να παραστεί στην κηδεία, ο Γρηγόριος έγραψε μια επιστολή στον αδερφό του Βασιλείου, Γρηγόριο της Νύσσης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν 12 ποιήματα αφιερωμένα στον Βασίλειο.
Ο Γρηγόριος στην Κωνσταντινούπολη
Ο Αυτοκράτορας Ουάλης πέθανε το 378. Διάδοχος του, Ο Θεοδόσιος Α’, ήταν καλό νέο για αυτούς που θέλησαν να εκκαθαρίσουν τη Κωνσταντινούπολη από τον Αρειανισμό. Το εξόριστο κόμμα των κατοίκων της Νικαίας επέστρεψε βαθμιαία στην πόλη. Από το νεκρικό του κρεβάτι, ο Βασίλειος υπενθύμισε τις ικανότητες του Γρηγορίου και τον συνέστησε να υπερασπιστεί την Τριαδική Παράδοση στην Κωνσταντινούπολη.
Το 379, η Σύνοδος της Αντιοχείας και ο τοπικός Αρχιεπίσκοπος, Μελέτιος, ζήτησαν τον Γρηγόριο να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Παρά τους δισταγμούς του, ο Γρηγόριος δέχθηκε. Η εξαδέλφη του, Θεοδοσία, του πρόσφερε μια έπαυλη για κατοικία – αμέσως ο Γρηγόριος μετέτρεψε την έπαυλη σε Εκκλησία, την οποία ονόμασε «Αναστασία» («σκηνή για την ανάσταση της πίστης»). Εκεί είχε εκδώσει 5 ομιλίες για την Αγία Τριάδα.:
ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΑΥΤΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΠΤΙΖΕΤΑΙ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΕΙ… Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΘΑΥΜΑΤΑ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΑ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ, ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ. ΤΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ….;
Οι ομιλίες του Γρηγορίου έτυχαν καλής υποδοχής και πολλοί πιστοί πήγαιναν στην «Αναστασία» για να τον ακούσουν. Φοβούμενοι τη δημοτικότητα του Γρηγορίου, οι υποστηρικτές του Αρειανισμού αποφάσισαν να επιτεθούν. Το Πάσχα του 379, οι οπαδοί προέβησαν σε βιαιοπραγίες μέσα στην Εκκλησία, σκοτώνοντας έναν Επίσκοπο και τραυματίζοντας τον Γρηγόριο. Όταν ξέφυγε από τον όχλο, ο Γρηγόριος προδόθηκε από ένα φίλο του, τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Κυνικό. Ο Μάξιμος, ο οποίος είχε μυστική συμμαχία με τον Πέτρο, επίσκοπο της Αλεξανδρείας, προσπάθησε να πάρει τη θέση του Γρηγορίου και να χειροτονηθεί ο ίδιος Επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως. Σοκαρισμένος, ο Γρηγόριος αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση, αλλά οι πιστοί τον ανάγκασαν να μείνει και έδιωξαν τον Μάξιμο.
Στην Κωνσταντινούπολη, οι ιερείς του Αρειανισμού κατέλαβαν τις πιο σημαντικές Εκκλησίες. Όταν όμως Αυτοκράτορας έγινε ο Θεοδόσιος (380), όλα πήγαν υπέρ του Γρηγορίου. Ο Αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει τον Αρειανισμό και έδιωξε τον Επίσκοπο Δημόφιλο, και τη θέση του έλαβε ο Γρηγόριος.
Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος και αποχώρηση στη Ναζιανζό
Ο Θεοδόσιος θέλησε να ενώσει την Αυτοκρατορία με τον Χριστιανισμό και αποφάσισε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για να συζητήσουν τα θέματα πίστης και πειθαρχίας. Ο Γρηγόριος συμφώνησε μαζί του, καθώς ήθελε να ενώσει την Αυτοκρατορία χάρη στον Χριστιανισμό. Την άνοιξη του 381, συγκάλεσαν τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία συμμετείχαν 150 Επίσκοποι της Ανατολής. Μετά τον θάνατο του προεδρεύοντος επισκόπου, Μελετίου της Αντιοχείας, ο Γρηγόριος έγινε Πρόεδρος (ηγέτης) του Συνεδρίου. Ελπίζοντας να ενώσει τη Δύση και την Ανατολή, ο Γρηγόριος πρότεινε την αναγνώριση του Παυλίνου ως Πατριάρχη της Αντιοχείας. Οι Αιγύπτιοι και οι Μακεδόνες Επίσκοποι, οι οποίοι υποστήριζαν τον Μάξιμο, έφθασαν αργά στη Σύνοδο. Οι Αιγύπτιοι και οι Μακεδόνες δεν υποστήριξαν την άποψη του Γρηγορίου και θεωρούσαν πώς κέρδισε τη θέση του με νοθεία.
Καταπονημένος και φοβούμενος πώς θα έχανε την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα και των επισκόπων, ο Γρηγόριος, αντί να επιμείνει στη θέση του, αποφάσισε να παραιτηθεί:
ΑΦΗΣΤΕ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΙΩΝΑ! ΗΜΟΥΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΘΥΣΙΑΣΤΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΩ ΤΟ ΠΛΟΙΟ. ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΩ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΚΑΙ ΜΕ ΧΑΡΑ ΘΑ ΤΟΝ ΑΦΗΣΩ.
Σόκαρε το Συμβούλιο με την απόφαση του να παραιτηθεί και ζητούσε απεγνωσμένα από τον Αυτοκράτορα να δεχθεί την παραίτηση του. Ο Αυτοκράτορας, συγκινημένος από την ομιλία του Γρηγορίου, τον χειροκρότησε και δέχθηκε την παραίτησή του. Το Συμβούλιο ζήτησε από τον Γρηγόριο να παραστεί ακόμα μια φορά για την αποχαιρετιστήρια τελετή.
Επιστρέφοντας στην Καππαδοκία, ο Γρηγόριος έγινε ξανά Επίσκοπος της Ναζιανζού. Πέρασε τα επόμενα χρόνια παλεύοντας με τους αιρετικούς του Αρειανισμού και με την αρρώστια του. Άρχισε να γράφει το De Vita Sua, το αυτοβιογραφικό του ποίημα. Στα τέλη του 383, η υγεία του Γρηγορίου χειροτέρευσε και τη θέση του ανέλαβε ο Ευλάλιος. Αφού πέρασε μερικά χρόνια ειρήνης στο οικογενειακό του κτήμα, ο Γρηγόριος πέθανε στις 25 Ιανουαρίου 390.
Σε όλη τη ζωή του ο Γρηγόριος αντιμετώπισε διάφορες άκαμπτες επιλογές. Αν θα έπρεπε να ακολουθήσει τις μελέτες ως ρήτορας ή φιλόσοφος; Η ζωή του μοναχού θα ήταν καλύτερη από αυτή του δημόσιου προσώπου; Έπρεπε να ακολουθήσει τη ζωή που ήθελε ή τη ζωή που ήθελαν ο πατέρας του και ο Βασίλειος; Ο Γρηγόριος καταγράφει πώς αυτές οι διαφορές τον βασάνιζαν.
Λείψανα
Μετά τον θάνατό του, ο Άγιος Γρηγόριος τάφηκε στη Ναζιανζό. Τα Λείψανά του μεταφέρθηκαν, το 950, στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Ένα μέρος των Λειψάνων ελήφθησαν από την Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας, το 1204, και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Στις 27 Νοεμβρίου 2004, τα Λείψανα του Γρηγορίου και του Ιωάννη Χρυσοστόμου επιστράφηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Απολυτίκιον (Ἦχος α’)
Τούς Τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος,
τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας,
τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τόν Μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον,
σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν Χρυσοῤῥήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·
αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.