
Μέγας Αντώνιος – Παραινέσεις, περὶ Ήθους και Χρηστής Πολιτείας
50. Η ΚΑΚΙΑ ΠΑΘΟΣ ΥΛΙΚΟ
Ἡ κακία εἶναι πάθος ὑλικό. Συνεπῶς, δὲν γίνεται νὰ ὑπάρξει σῶμα χωρὶς κακία. Ἡ λογικὴ ὅμως ψυχή, ὅταν τὸ νόηση αὐτό, ἀποτινάζει τὸ βάρος τῆς ὕλης, ποὺ εἶναι ἡ κακία καὶ σὰν ἀνασάνει ἀπὸ τέτοιο βάρος, ὑψώνει τὸν νοῦ πρὸς τὰ ἄνω, γνωρίζει τὸ Θεὸ τῶν ὅλων καὶ προσέχει τὸ σῶμα σὰν ἐχθρὸ καὶ πολέμιο, μὴ ὑπακούοντας σ᾿ αὐτό. Ἔτσι στεφανώνεται τελικὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ψυχή, ἐπειδὴ νίκησε τὰ πάθη τῆς κακίας καὶ τῆς ὕλης.
51. Η ΚΑΚΙΑ ΥΠΟΔΟΥΛΩΝΕΙ
Ἡ κακία, ὅταν γνωρισθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή, μισεῖται σὰν θηρίο βρωμερότατο. Ὅταν ὅμως ἀγνοεῖται (ἡ φύση της), ἀγαπᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἀγνοεῖ· τὸν ἔχει αἰχμάλωτο καὶ τὸν τραβᾶ σὰν δοῦλο, τὸν ἐραστή της. Κι᾿ ὁ κακότυχος καὶ ἄθλιος, οὔτε βλέπει τὸ συμφέρον του, οὔτε νοιώθει, ἀλλὰ νομίζει ὅτι στολίζεται ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀγάλλεται.
52. Η ΚΑΘΑΡΗ ΨΥΧΗ – Η ΚΑΚΗ ΨΥΧΗ
Ἡ καθαρὴ ψυχή, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθή, φωτίζεται καὶ λαμπρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τότε ὁ νοῦς νοεῖ ἀγαθὰ καὶ γεννάει λόγια θεοφιλῆ.
Ὅταν ὅμως ἡ ψυχή, ἀπὸ κακία κυλιστεῖ στὸ βόρβορο, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν ἀποστρέφεται, μᾶλλον ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ χωρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὸ Θεό, τότε, οἱ πονηροὶ δαίμονες, ἀφοῦ σφηνωθοῦν ἀπανωτοὶ στὸ λογισμό, ψιθυρίζουν στὴν ψυχὴ τὶς ἀνόσιες (μιαρές) πράξεις, μοιχεῖες, φόνους, ἁρπαγές, ἱεροσυλίες καὶ τὰ παρόμοια, ὅσα εἶναι ἔργα δαιμόνων.
53. Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ – Η ΑΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ὅσοι γνωρίζουν τὸν Θεὸν γεμίζουν ἀπὸ ἀγαθὲς σκέψεις γιὰ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ ἐπιθυμώντας τὰ οὐράνια, καταφρονοῦν τὰ βιοτικά.
Αὐτοί, οὔτε σὲ πολλοὺς ἀρέσουν, οὔτε αὐτοὶ ἀρέσκονται σὲ πολλούς. Γι᾿ αὐτὸ ὄχι μόνον μισοῦνται, ἀλλὰ καὶ κατακοροϊδεύονται ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀνόητους.
Ἀνέχονται ὅλα τὰ παθήματα τῆς φτώχειας, ἐπειδὴ γνωρίζουν, ὅτι ὅσα φαίνονται στοὺς πολλοὺς κακά, εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ἀγαθά. (Κι᾿ αὐτό) γιατί, ὅποιος ἀντιλαμβάνεται τὰ οὐράνια, πιστεύει στὸ Θεό, ἐπειδὴ γνωρίζει ὅτι ὅλα εἶναι δημιουργήματα τῆς θελήσεώς Του.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν νοιώθει (τὰ οὐράνια ζητήματα), δὲν πιστεύει ποτέ, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἔγινε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. (Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ πνευματικὴ ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας, π.χ., ἀλλὰ καὶ κάθε δυσχέρειας, συντελεῖ στὴν σωτηρία μας).
54. Ο ΘΕΟΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ
Ὅσοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴν κακία καὶ μεθᾶνε ἀπὸ τὴν ἀγνωσία, δὲν γνωρίζουν τὸν Θεόν, οὔτε ἐπαγρυπνοῦν ψυχικά. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι νοητὸς καὶ δὲν εἶναι μὲν ὁρατός, ὅμως εἶναι καταφάνερος μέσα στὰ ὁρατά, σὰν τὴν ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα. Κι ἂν τὸ σῶμα εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρχει χωρὶς ψυχή, ἔτσι καὶ ὅλα, ὅσα βλέπουμε καὶ ὑπάρχουν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑπάρξουν χωρὶς Θεόν.
55. ΓΙΑΤΙ ΕΓΙΝΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
- Γιατί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος;
- (Ἔγινε) γιὰ νὰ κατανοεῖ τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι νὰ τὸν ἰδεῖ καὶ νὰ τὸν δοξάσει, διότι ὁ Θεὸς τὰ ἔκτισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ δὲ νοῦς (ἡ φρόνηση) ποὺ εἶναι λίαν ἀγαπητὸς στὸ Θεό, εἶναι ἀόρατο ἀγαθόν, ποὺ χαρίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ στοὺς ἄξιους, διὰ μέσου χρηστῆς συμπεριφορᾶς.
56. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Ἐλεύθερος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι δοῦλος τῶν ἡδονῶν, ἀλλὰ κυριαρχεῖ στὸ σῶμα, μὲ τὴ φρόνηση καὶ τὴ σωφροσύνη, καὶ ἀρκεῖται, μὲ πολλὴ εὐχαριστία, σ᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ δίδονται ἀπὸ τὸν Θεό, ἔστω κι ἂν τύχῃ νἆναι πάρα πολὺ μέτρια.
Διότι, ἐὰν ὁ θεοφιλὴς νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ συμφωνήσουν, εἰρηνεύει ὅλο τὸ σῶμα, ἔστω κι ἂν δὲν θέλει· γιατὶ ὅταν ἡ ψυχὴ τὸ θέλει, κάθε σωματικὴ ἀνταρσία σβήνεται.
57. Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ
Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἀγαποῦν ὅσα ἔχουν γιὰ τὴν ὕπαρξή τους, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦν περισσότερα, σκλαβώνουν τὸν ἑαυτό τους στὰ πάθη, ποὺ ταράζουν τὴν ψυχή, καὶ τῆς ἐπιβάλλουν λογισμοὺς καὶ φαντασίες, ὅτι αὐτὰ ποὺ ἔχουν εἶναι κακά.
Καὶ ὅπως τὰ ροῦχα, ποὺ ράβονται πλατειά, ἐμποδίζουν τοὺς ἀγωνιστὲς στὸ τρέξιμο, ἔτσι καὶ ἡ ὄρεξη γιὰ τὴν ὑπέρμετρη περιουσία δὲν ἐπιτρέπει στὶς ψυχὲς οὔτε ν᾿ ἀγωνίζονται, οὔτε νὰ σωθοῦν.
58. Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΩΤΙΚΩΝ
Φυλακὴ καὶ τιμωρία στὸν καθέναν εἶναι τὸ νὰ μένῃ σὲ κάτι παρὰ τὴ θέλησή του καὶ χωρὶς τὴ συγκατάθεσή του. Νὰ εἶσαι λοιπὸν εὐχαριστημένος μὲ ὅσα ἔχεις, γιὰ νὰ μὴν αὐτοτιμωρηθεῖς, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι, ἕνεκα ἀχαριστίας.
Ἕνας εἶναι ὁ δρόμος πρὸς αὐτό: ἡ καταφρόνηση τῶν βιοτικῶν.
59. ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΟΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Ὅπως μας ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ὅραση, γιὰ νὰ ἀναγνωρίζομε ὅσα βλέπομε, ποιὸ εἶναι τὸ ἄσπρο καὶ ποιὸ τὸ μαῦρο χρῶμα, ἔτσι καὶ τὸ λογικό, μᾶς τὸ χάρισε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ξεχωρίζομε ὅσα συμφέρουν στὴν ψυχή.
Ὅταν ὅμως ἡ ἐπιθυμία κρατηθεῖ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸ λογικό, γεννᾶ ἡδονὴ καὶ δὲν ἐπιτρέπει στὴν ψυχὴ νὰ σωθεῖ ἢ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό.
60. ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΠΡΟΑΙΡΕΣΗ
Δὲν εἶναι ἁμαρτήματα ὅσα γίνονται κατὰ φύσιν, ἀλλὰ τὰ πονηρά, ποὺ φωλιάζουν στὴν προαίρεση. Τὸ νὰ τρώγῃ κανείς, δὲν εἶναι ἁμαρτία, ἀλλὰ τὸ νὰ τρώγῃ χωρὶς εὐχαρίστηση, χωρὶς σεμνότητα καὶ χωρὶς ἐγκράτεια. (Διότι τὸ φαγητό) ἔχει σκοπὸ νὰ κρατήσει τὸ σῶμα στὴ ζωή, ἀλλὰ χωρὶς καμία πονηρὴ ἐπινόηση.
Οὔτε τὸ νὰ βλέπει κανεὶς ἁγνὰ εἶναι ἁμαρτία, ἀλλὰ τὸ νὰ βλέπει φθονερὰ καὶ ὑπερήφανα καὶ ἀχόρταγα (μὲ πονηρὸ βλέμμα).
Ἐπίσης (ἁμαρτία εἶναι) τὸ νὰ μὴν ἀκούει κανεὶς εἰρηνικά, ἀλλὰ μὲ ὀργή.
(Ἁμαρτία εἶναι) καὶ τὸ νὰ μὴ χαλιναγωγεῖ κανεὶς τὴ γλώσσα τοῦ πρὸς εὐχαριστία καὶ προσευχή, ἀλλὰ (νὰ τὴν ἀφήνει ἀχαλίνωτη) στὸ νὰ κατηγορεῖ.
Προσέτι (εἶναι ἁμαρτία) καὶ τὸ νὰ μὴ ἐργάζονται τὰ χέρια μὲ σκοπὸ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ σὲ φόνους καὶ ἁρπαγές.
Ἔτσι, κάθε μέρος τοῦ σώματος ἁμαρτάνει, ὅταν, παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐργάζεται αὐτοπροαίρετα τὰ πονηρὰ ἔργα, ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν.

