
Περί κατανύξεως, απο το Γεροντικό.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς πῆγε σὲ κάποιον Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ τὸν παρακάλεσε:
«Πάτερ, πές μου πῶς πρέπει νὰ προσεύχομαι, γιατὶ πολὺ ἐξόργισα τὸν Θεό».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ἐγὼ ὅταν προσεύχομαι, ἔτσι λέω:
Κύριε, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ὑπηρετήσω, ὅπως ὑπηρέτησα τὸν Σατανᾶ, κι ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀγαπήσω, ὅπως ἀγάπησα τὴν ἁμαρτία».
Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τὸν ρώτησε:
«Ἀββᾶ, γιὰ ποιὸν λόγο ἡ καρδιά μου εἶναι σκληρὴ καὶ δὲν φοβοῦμαι τὸν Θεό;»
Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Νομίζω πὼς ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει παντοτινὸ ἔλεγχο μέσα του, ἀποκτᾷ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ».
Τὸν ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός: «Καὶ τί εἶναι ὁ ἔλεγχος;»
Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Εἶναι τὸ νὰ ἐλέγχει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε περίπτωση τὶς κινήσεις τῆς ψυχῆς του λέγοντας στὸν ἑαυτό του:
«Θυμήσου ὅτι κάποια ὥρα θὰ συναντήσεις τὸν Θεό».
Νὰ προσθέτει καὶ αὐτό: «Τί ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω μὲ τοὺς ἀνθρώπους;»
Νομίζω πὼς ἂν μείνει κανεὶς σταθερὰ σ᾿ αὐτά, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του».

